γειτνιώσας

γειτνιώσας
γειτνιώσᾱς , γειτνιάω
to be a neighbour
pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
γειτνιώσᾱς , γειτνιάω
to be a neighbour
pres part act fem gen sg (doric)
γειτνιώσᾱς , γειτνιάζω
fut part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
γειτνιώσᾱς , γειτνιάζω
fut part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσκαταλέγω — Α [καταλέγω] 1. εγγράφω σε κατάλογο επί πλέον, ως προσθήκη («παρθένοις τέτταρσιν οὔσαις δύο ἑτέρας προσκαταλέγω», Δίον. Αλ.) 2. συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ («τοῑς ἔθνεσιν ἑκάστοις τὰς γειτνιώσας προσκαταλέγοντες νήσους», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”